Το κίνημα πολιτικής ανυπακοής Δεν Πληρώνω, που εμφανίστηκε το τελευταίο διάστημα στην Ελλάδα, είναι κάτι πρωτόγνωρο για τον κρατικό μηχανισμό. Μέχρι τώρα, όλες οι μορφές αντίδρασης των πολιτών (απεργίες, διαδηλώσεις, καταλήψεις κ.λπ.) ήταν γνωστές και αντιμετωπίσιμες από τις εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις. Αυτή όμως η νέα, συνειδητή πολιτική δράση, που εκδηλώνεται με τη μορφή της άρνησης πληρωμής, ως κάτι άγνωστο για τα ελληνικά δεδομένα, φόβισε όσο τίποτε άλλο την κυβέρνηση. Ο φόβος του «αγνώστου» ήταν που την οδήγησε εσπευσμένα να ποινικοποιήσει την αποφυγή πληρωμής εισιτηρίου στα ΜΜΜ.
Αυτή ήταν και η μεγαλύτερη μέχρι τώρα νίκη των σκοπίμως αποκαλούμενων «τζαμπατζήδων». Διότι η ποινικοποίηση δεν αποσκοπεί στην οικονομική προστασία των οργανισμών που παρέχουν συγκοινωνιακό έργο, αλλά στην καταστολή ενός νέου κινήματος που σαν ιός εξαπλώνεται σε όλη τη χώρα.
Δεν μπορούσε να χωρέσει στην κρατική «λογική» ότι ο μέχρι τώρα φιλήσυχος πολίτης, ο σίγουρος ψηφοφόρος τους, ο αιώνια κατευνασμένος και πολιτικά ευνουχισμένος, θα τολμούσε να κάνει την υπέρβαση και να φωνάξει με όλη τη δύναμη της ψυχής του «Δεν σας πληρώνω, ρε».
Έπρεπε άμεσα να βρεθεί τρόπος, ώστε να επιστρέψει ο αφυπνισμένος και νεοεξεγερμένος Έλληνας στον καναπέ του.
Τι ισχύει μετά την ποινικοποίηση
Έτσι, με μια πρόχειρη σε αιτιολογία τροπολογία, ψηφίστηκε από τη Βουλή η επαναφορά του άρθρου 391 Π.Κ., σύμφωνα με το οποίο: « Όποιος χρησιμοποιεί μέσο δημόσιας συγκοινωνίας που προορίζεται για κοινή χρήση χωρίς να καταβάλλει αντίτιμο εισιτηρίου οποιασδήποτε μορφής, τιμωρείται με κράτηση ή με πρόστιμο. Η ποινική δίωξη ασκείται μετά από έγκληση.»
Σύμφωνα με το νόμο, όταν ο ελεγκτής κομίστρου θελήσει να επιβάλει πρόστιμο σε επιβάτη που δεν είναι κάτοχος εισιτηρίου, πρέπει ο παραβάτης να του επιδείξει τα στοιχεία της ταυτότητάς του ή άλλο έγγραφο από το οποίο να αποδεικνύονται αυτά. Αν αρνηθεί να το κάνει, τότε ο ελεγκτής δικαιούται να ζητήσει τη συνδρομή αστυνομικών οργάνων.
Σε περίπτωση που ο επιβάτης αρνηθεί να δώσει τα στοιχεία του στους ελεγκτές, δεν τελεί το αδίκημα της απείθειας, καθώς οι ελεγκτές κομίστρου δεν είναι υπάλληλοι κατά την έννοια του άρθρου 13 του Ποινικού Κώδικα, αλλά απλοί πολίτες. Το αδίκημα αυτό τελείται μόνο όταν ο πολίτης αρνηθεί να δώσει τα στοιχεία της ταυτότητάς του σε κάθε αστυνομικό όργανο ή σε ανακριτικό υπάλληλο, κατά τη διάρκεια νομίμου ελέγχου.
Από καμία διάταξη νόμου δεν προβλέπεται η υποχρέωση του επιβάτη να περιμένει την άφιξη της αστυνομίας ούτε και να οδηγηθεί, παρά τη θέλησή του, από τον ελεγκτή στο αστυνομικό τμήμα.
Αν ο επιβάτης δηλώσει ότι επιθυμεί να εξέλθει από το λεωφορείο, δεν έχει κανένας πολίτης το δικαίωμα (ελεγκτής, οδηγός, σταθμάρχης, ιδιωτικός αστυνομικός κ.λπ.) να του απαγορεύσει την ελευθερία των κινήσεών του. Δεν μπορεί να τον εμποδίσει με οποιοδήποτε τρόπο, να τον δεσμεύσει ή να τον συλλάβει, καθώς οι πολίτες δεν έχουν δικαίωμα σύλληψης για πταισματικές και μάλιστα κατ’ έγκληση διωκόμενες παραβάσεις.
Αν περιοριστεί ο επιβάτης με οποιοδήποτε τρόπο που του περιορίζει την ελευθερία της κίνησης, σύμφωνα με την ελεύθερη βούλησή του, τότε διαπράττεται εις βάρος του το αδίκημα της παράνομης κατακράτησης (άρθρο 325 Π.Κ.). Στην περίπτωση αυτή, ο επιβάτης αλλά και οποιοσδήποτε πολίτης έχει δικαίωμα να καλέσει την αστυνομία, καταγγέλλοντας ότι διαπράττεται αυτόφωρο αδίκημα και να ζητήσει την άμεση επέμβαση και σύλληψη των υπαιτίων.
Οι αστυνομικοί, που θα επιληφθούν του συμβάντος, είναι υποχρεωμένοι να συλλάβουν τους υπαίτιους της παρανόμου κατακρατήσεως και να ακολουθήσουν εις βάρος τους την αυτόφωρη διαδικασία. Είναι, επίσης, υποχρεωμένοι, σύμφωνα με το άρθρο 95, παρ.4 του 141/1991 Προεδρικού Διατάγματος, να ζητήσουν τα στοιχεία ταυτότητας όλων των παρευρισκομένων αυτόπτων μαρτύρων, προκειμένου να κληθούν να καταθέσουν για τα πραγματικά περιστατικά που υπέπεσαν στην αντίληψή τους.
Ο ανακριτικός υπάλληλος, που θα επιληφθεί της υποθέσεως, ή το αστυνομικό όργανο που συνέλαβε το δράστη επ’ αυτοφώρω έχει υποχρέωση να τον φέρει στον αρμόδιο εισαγγελέα, μαζί με την έκθεση για τη σύλληψη και τη βεβαίωση του αδικήματος, που πρέπει υποχρεωτικά να συντάξει.
Αν οι αστυνομικοί δεν ενεργούν τα νόμιμα, τότε διαπράττουν το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος και -υπό προϋποθέσεις- και το αδίκημα της κατάχρησης εξουσίας.
Επειδή το αδίκημα της παρανόμου κατακρατήσεως είναι αυτεπαγγέλτως διωκόμενο, η αναφορά του πολίτη προς τις Αρχές και η μαρτυρική του κατάθεση είναι αρκετά για το σχηματισμό δικογραφίας και την άσκηση της ποινικής δίωξης. Δεν απαιτείται, δηλαδή, να υποβληθεί από τον πολίτη έγκληση (μήνυση), ώστε να υποχρεωθεί να καταβάλει παράβολο αξίας 100 ευρώ. Αν ο πολίτης επιθυμεί να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, τότε απαιτείται να καταβάλει παράβολο αξίας 50 ευρώ. Η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής και η καταβολή του παραβόλου μπορεί να πραγματοποιηθεί και σε μεταγενέστερο χρόνο, έως την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας.
Διώκονται όσοι δεν πληρώνουν; Συνέχεια